επιτείχιση

επιτείχιση
η (Α ἐπιτείχισις) [επιτειχίζω]
εκτέλεση οχυρωματικών έργων, οχύρωση («τῇ ἐπιτειχίσει τῆς Δεκελείας προσεῑχον ἤδη τὸν νοῡν», Θουκ.)
αρχ.
1. το σύνολο τών οχυρωματικών έργων, η αμυντική συγκρότηση
2. ανέγερση φρουρίου σε εχθρικά σύνορα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”